- ἐπιρρέζεσκον
- ἐπιρρέζωoffer sacrifices atimperf ind act 3rd pl (epic ionic)ἐπιρρέζωoffer sacrifices atimperf ind act 1st sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρέζω — ἐπιρρέζω (Α) [ρέζω] 1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον … Dictionary of Greek